- αἰχμαλώτοις
- αἰχμάλωτοςtaken by the spearmasc/fem/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
пленьникъ — ПЛЕНЬНИК|Ъ (68), А с. Пленник, невольник, узник: и иже въ плѣньни(цѣ)хъ избавихъ. (ἐν αἰχμαλωσίᾳ) Изб 1076, 110; сиры˫а накъръмлѧ˫а. плѣньникы избавлѧ˫а. ЧудН XII, 76а; то же СбТр XIV/XV, 191 об.; посъла мѧ. проповѣдатъ плѣньникомъ ѿпѹщениѥ.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ήμος — ἦμος (επικ. ιων. τ.), δωρ. τ. ἆμος (Α) 1. (ως ανταπόδοση στον σύνδ. τῆμος ή στις φρ. «τότ ἔπειτα», «καὶ τότε δή», «δὴ τότε») όταν, κατά τον χρόνο που, σαν («ἦμος δ ἠέλιος μέσον οὐρανὸν ἀμφιβεβήκει, καὶ τότε δὴ χρύσεια πατὴρ ἐτίταινε τάλαντα», Ομ … Dictionary of Greek
οίκημα — το (ΑΜ οἴκημα) [οικώ] χώρος στεγασμένος ο οποίος χρησιμεύει ως τόπος διαμονής, σπίτι, κατοικία («ἐν αἰχμαλώτοις Τρωϊκοῑς οἰκήμασι ναίουσιν», Αισχύλ.) αρχ. 1. κατοικημένος τόπος («ἱερὸν ἔσχον οἴκημα ποταμοῡ», Πίνδ.) 2. δωμάτιο, θάλαμος 3. δωμάτιο… … Dictionary of Greek